- φωλεύω
- ΝΑ [φωλεός / φωλεά]1. (για διάφορα ζώα) μένω ή κρύβομαι μέσα στη φωλιά μου, φωλιάζω2. (κυρίως για άγρια ζώα) διέρχομαι τη χειμέρια νάρκηαρχ.1. κρύβομαι κάπου («ἑρπετὰ... φωλεύοντα ἐν μυχῷ τῆς ψάμμου», Λουκιαν.)2. μτφ. (για συναίσθημα ή για νόσο) ενυπάρχω χωρίς να γίνομαι αντιληπτός3. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ φωλεύοντατα ζώα που πέφτουν σε χειμέρια νάρκη.
Dictionary of Greek. 2013.